γραμμένος

γραμμένος
-η, -ο
βλ. γράφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαλφάβητος — γραμμένος με αλφάβητο δύο ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. bialphabete (Inschrift = επιγραφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • Kostas Grammenos — Κώστας Γραμμένος Kostas Grammenos Nacimiento 1944 Atenas (   …   Wikipedia Español

  • κοντογραμμένος — κοντογραμμένος, η, ον (Μ) γραμμένος περιληπτικά, συνοπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γραμμένος (μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. γράφω), πρβλ. κοντυλο γραμμένος, προχειρο γραμμένος] …   Dictionary of Greek

  • έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… …   Dictionary of Greek

  • ερωτικογραμμένος — ἐρωτικογραμμένος, η, ον (Μ) ο γραμμένος με ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικά + γραμμένος, μτχ. παρακμ. του γράφω] …   Dictionary of Greek

  • κοντολογιογραμμένος — κοντολογιογραμμένος, η, ο (Μ) γραμμένος με λίγα λόγια, με συντομία, βραχυλογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντολογία + γραμμένος, μτχ. παθ. τού ρ. γράφω] …   Dictionary of Greek

  • ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόγραφος — η, ο (Α ὀπισθόγραφος, ον) νεοελλ. ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου αρχ. ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του. επίρρ... οπισθογράφως με οπισθογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ …   Dictionary of Greek

  • πυκνογραμμένος — η, ο, Ν γραμμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές ή στις λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + γραμμένος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • στηλογραφικός — ή, όν, Μ [στηλογραφία] ο γραμμένος ή τυπωμένος σε στήλη ή αυτός που δίνει την εντύπωση ότι είναι γραμμένος σε στήλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”